- ἕρματος
- ἕρμα 1propneut gen sgἕρμα 2propneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
BULBI — cum nucleis pineis, eruca et pipere in nuptiis olim adhibiti sunt; inde enim, in Nuptialia cena, Sponso ferculum parati consuevisse, scribit Alexander ab Alexandro Genial. Dier. l. 2. c. 5. ut apud quosdam idem fiebat ex papaveris semine cum… … Hofmann J. Lexicon universale
TRIBACA — in verbis Petronii Arbitti. Quo margarita cara Tribaca Indica? An ut Matrona ornata phaleris pelagiis Attolat pedes: Significat Bartholino margaritam, quae tribus bacis unionibusque insertis constabat: quippe binos ternosque elenchos, aureâ… … Hofmann J. Lexicon universale
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
αφερμάτιση — η και αφερματισμός, ο εξαγωγή του έρματος, της σαβούρας από το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφερματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
ερματισμός — ο [ερματίζω] η τοποθέτηση έρματος (σαβούρας) σε πλοίο ή αερόστατο (κν. σαβούρωμα) … Dictionary of Greek
θαλάσσερμα — το 1. προσωρινό ή κινητό έρμα, από θαλασσινό νερό, πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων 2. η δεξαμενή θαλάσσιου έρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + έρμα «στήριγμα»] … Dictionary of Greek
ξεσαβούρωμα — και ξεσαβούριασμα, το [ξεσαβουρώνω / ξεσαβουριάζω] 1. η αφαίρεση τής σαβούρας, τού έρματος από το πλοίο, η αφερμάτιση 2. καθάρισμα ενός πράγματος από περιττά ή άχρηστα αντικείμενα 3. απαλλαγή από περιττό φορτίο … Dictionary of Greek